πειθαρχεῖν

πειθαρχεῖν
πειθαρχέω
obey one in authority
pres inf act (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • повиноутисѧ — ПОВИН|ОУТИСѦ (124), ОУСѦ, ЕТЬСѦ гл. 1.Подчиниться, покориться, повиноваться: ни противитисѧ патриархѹ не сѹщѹ можемъ. ни вамъ призывающемъ повинѹтис˫а. (πειϑήσεσϑαι) ЖФСт к. XII, 119 об.; ли да повинетьсѧ ѹбо сего не створити. ли да извьржетьсѧ.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”